επιλεγω

επιλεγω
    ἐπιλέγω
    ἐπι-λέγω
    I
    [λέγω III] (aor. ἐπέλεξα)
    1) (после чего-л. или при чем-л.) говорить, (к сказанному) добавлять, присовокуплять
    

(λόγον τόνδε Her.; τεκμήρια Thuc.; τινί τι Xen.; φωνήν τινος Arst.)

    ἐπιλέγεται δέ τις καὴ μῦθος ὡς … Arst. — к этому добавляется еще басня о том, как …

    2) приписывать
    

(τινί τι и τινὴ ὅτι … Arst.)

    3) тж. med. называть по имени, именовать
    

(τοὺς ἐναγέας Her.; κιθαρῳδικοὺς τοὺς νόμους Plat.; κολυμβήθρα ἥ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊοτὴ Βηθσαϊδά NT.)

    μηδ΄ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ΄ ἄλοχον Aesch. — и не называй меня супругой Агамемнона

    II
    [λέγω II]
    1) преимущ. med. выбирать, избирать
    

(τῶν ἀρίστων ὁμιλίην Her.; med. τοὺς βελτίστους τῶν εἱλώτων Thuc.; πεντακισχιλίους Σπαρτιατῶν Plut.)

    ἐπιλελεγμένοι Xen. или ἐπειλεγμένοι Isocr. — отобранные (отборные) люди,

    2) med. (о войске) набирать
    

(στρατιώτιδας γυναῖκας Diod.)

    3) med. раздумывать, размышлять, обдумывать
    

(ταῦτα Her., Plut.)

    4) med. думать, заботиться
    

(τὰ πρήγματά τινος Her.)

    οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος μή τις ἐπανασταίη Her. — нисколько не опасаясь, что кто-л. поднимет восстание;
    πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι χρῆμα Her. — учитывая, что случиться может всякое

    5) med. прочитывать
    

(τὸ βιβλίον, τὰ γράμματα Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "επιλεγω" в других словарях:

  • ἐπιλέγω — say in connexion with pres subj act 1st sg ἐπιλέγω say in connexion with pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλέγω — επιλέγω, επέλεξα βλ. πίν. 139 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… …   Dictionary of Greek

  • επιλέγω — επίλεξα και επέλεξα, επιλέχτηκα, επιλεγμένος, μτβ. 1. λέγω κάτι ως επίλογο, προσθέτω τελικά: Και επιλέγοντας κλείνω το λόγο μου με τα εξής. 2. Κάνω επιλογή, εκλέγω, διαλέγω (το καλύτερο βέβαια): Επέλεξετους ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιλέγεσθε — ἐπιλέγω say in connexion with pres imperat mp 2nd pl ἐπιλέγω say in connexion with pres ind mp 2nd pl ἐπιλέγω say in connexion with imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέγῃ — ἐπιλέγω say in connexion with pres subj mp 2nd sg ἐπιλέγω say in connexion with pres ind mp 2nd sg ἐπιλέγω say in connexion with pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειλεγμέναι — ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp fem nom/voc pl ἐπειλεγμένᾱͅ , ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειλεγμένον — ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp masc acc sg ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειλεγμένων — ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp fem gen pl ἐπιλέγω say in connexion with perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλεγομένων — ἐπιλέγω say in connexion with pres part mp fem gen pl ἐπιλέγω say in connexion with pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλεγόμεθα — ἐπιλέγω say in connexion with pres ind mp 1st pl ἐπιλέγω say in connexion with imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»